- ὑπάρχοι
- ὑπάρχοῑ , ὑπάρχωbeginpres opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὕπαρχοι — ὕπαρχος subordinate commander masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα … Dictionary of Greek
υπάρχω — ὑπάρχω ΝΜΑ [ἄρχω] 1. έχω ύπαρξη, έχω υπόσταση, ζω, υφίσταμαι (α. «υπάρχει δικαιοσύνη» β. «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», Δημοσθ.) 2. (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ … Dictionary of Greek